Δικηγορικό γραφείο Ηράκλειο | Δικηγόρος Ηράκλειο

skip to main content

Η ΝΟΜΙΚΗ ΜΟΡΦΗ ΤΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΤΟΥ ΕΝ ΤΗ ΚΡΗΤΗ ΑΓΙΟΥ ΚΥΡ ΙΩΑΝΝOY ΤΟΥ ΞΕΝΟΥ

[Το κείμενο αποτελεί εισήγηση της Βούλας Επιτροπάκη κατά την εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου Ο Άγιος Κυρ Ιωάννης ο Ξένος ο εν τη Κρήτη (Φίλοι του Αγίου Ιωάννου του Ξένου & Σύλλογος Φίλων Ιεράς Μονής Οδηγητρίας, Σίβας, 2015), στο αμφιθέατρο του Πολιτιστικού Κέντρου της Ι. Μητροπόλεως Γορτύνης και Αρκαδίας, στις Μοίρες Ηρακλείου, την 5-5-2016.]

 

 

«…και λοιπόν, ω αδελφοί,

ουκ έστιν άνθρωπος ός ζήσεται

και ουκ όψεται θάνατον..»i

 

Με αυτή τη φράση καθολικού κύρους ως εισαγωγή, μεταξύ άλλων, διατάσσει την τελευταία του βούληση, ο εν τη Κρήτη Άγιος Κυρ Ιωάννης ο Ξένος, ιστορώντας λιτά και ευσύνοπτα τo βίο και το έργο του.

Πιστό αντίγραφο της διαθήκης του σώθηκε στον χειρόγραφοΒ΄ Κώδικα της Βοδληιανής βιβλιοθήκης της Οξφόρδης του 15ου αιώνα, ενώ διασκευές, σε μετατετραμένη γλώσσα και γραμματικό πρόσωπο από α΄ σε γ΄, αλλά με σωζόμενα τα ονόματα των μαρτύρων, περιέχουν ο χειρόγραφος ΚώδικαςΚ΄ που βρέθηκε το 1703 στα Τσουρουνιανά Κισάμου και ο χειρόγραφος ΚώδικαςΜ΄, που βρέθηκε το 1843, στα Μυριοκέφαλα.

Οι Κώδικες αντιγράφηκαν και εκδόθηκαν από το 1844 και εξής, από αρκετούς μελετητές μέχρι σήμερα, με πρώτους τον διαπρεπή αγιολόγο του 20ού αι., Βολλανδιστή μοναχό HippolyteDelehaye (Ντηλέαι) το 1921, και τον επίσκοπο Κισσάμου και Σελίνου Άνθιμο Λελεδάκη, το 1922. Αλλά και ο Νικόλαος Β. Τωμαδάκηςii και νεώτεροι μελέτησαν τη διαθήκη, το βίο και το έργο του Αγίουiii, όπως χρονολογικά και περιεκτικά συγγράφονται από την κα Ευγγελία Ανδρουλιδάκη, στον συλλογικό τόμο Ο άγιος Κύρ Ιωάννης ο Ξένος ο εν τη Κρήτη, έκδ. «Φίλων του αγίου Ιωάννου του Ξένου & Συλλόγου φίλων της Ιεράς Μονής Οδηγητρίας», Σίβας, 2015.

 

  1. Ιστορικές και νομικές συνθήκες της εποχής κατά την οποία συντάχθηκε η διαθήκη του Αγίου (1027):

Με τη σύνταξη διαθήκης ο νόμος αναγνωρίζει στον άνθρωπο το δικαίωμα να προσδιορίζει ο ίδιος τους κληρονόμους του. Προϋπόθεση όμως για να συνταχθεί είναι, εκτός από τη δικαιοπρακτική ικανότητα, να ανήκουν και περιουσιακά στοιχεία στον διαθέτη.

Στα αρχαία δίκαια, δεν αναγνωριζόταν ακόμα η ατομική ιδιοκτησία. Υπήρχε η λεγόμενη «ομοκυριότητα» των μελών του γένους ή οικογένειας, οπότε η περιουσία, στην οποία ήδη συμμετείχαν, παρέμενε σε αυτά, ως φυσικούς διαδόχους του θανόντος. Τα ακίνητα μάλιστα, οι γαίες, αποτελούσαν «μη απαλλοτριώσιμη περιουσία» της συγγενικής ομάδαςiv. Έτσι, δεν ήταν νοητό να μπορεί κάποιος να ορίζει τους κληρονόμους του με διαθήκη. Τούτο συνέβαινε, διότι στις αρχαίες κοινωνίες, λατρευόταν οι πρόγονοι και η προστασία της οικογένειας είχε θρησκευτική σημασία. Επί πλέον, υπήρχε το καθεστώς της «οικιακής οικονομίας».v Κάθε οικογένεια αποτελούσε οικονομική-παραγωγική μονάδα, που η προστασία των μελών της ήταν αυτονόητη, γεγονός που ωθούσε το νομοθέτη να αποτρέπει τη διάσπαση, τον κατακερματισμό της περιουσίας με διανομή σε περισσότερους κληρονόμους, που επιτυγχανόταν συνήθως με την προνομιακή μεταχείριση του πρωτότοκου.

Ο θεσμός της ατομικής ιδιοκτησίας υποστηρίζεται ότι αναγνωρίστηκε, έστω με περιορισμούς, για πρώτη φορά στην Αθήνα, με τη νομοθεσία του Σόλωνα, και φαίνεται ότι καθιερώθηκε και από τη ρωμαϊκή «Δωδεκάδελτο» (451-450 π.Χ.).vi

Όταν η Ρώμη εξελίχθηκε από αγροτικό σε εμπορικό κράτος, αλλοιώθηκε η παλαιότερη έννοια της πατριαρχικής οικογένειας και ο πραίτωρας διαμόρφωσε και άλλες τάξεις διαδοχής, στους οποίους έδινε τη «διακατοχή» της κληρονομίας σύμφωνα με το δεσμό αίματος (bonorumpossesioabintestato). Με το πραιτωρικό αυτό δίκαιο, που ανταποκρινόταν στις νέες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, «καταρρίφθηκαν» από τον πραίτωρα τα αριστοκρατικά προνόμια της «υπεξουσιότητας» και «αρρενογονίας», ώστε τη «διακατοχή» της κληρονομίας αποκτούσαν όχι μόνο οι «οικίοι» (sui), αλλά και τα χειράφετα τέκνα.

Το ρωμαϊκό δίκαιο, με τον ατομικισμό που το διέκρινε, αποδέχτηκε πριν από τα άλλα δίκαια την ατομική ιδιοκτησία, καθώς και το δικαίωμα του κληρονομούμενου, να ρυθμίζει την τύχη της περιουσίας του για το χρόνο μετά τον θάνατό του. Η διαθήκη, αν και αρχικά απέβλεπε, με την εγκατάσταση ενός κληρονόμου, στο να αποτρέπεται ο κατακερματισμός των γαιών σε μικρές και αντιοικονομικές ιδιοκτησίες, εξελίχτηκε σύντομα κατά τοσύστημα των γενεών,vii σε αυτοτελή θεσμό, συνεπή προς την αναγνώριση του αρχηγού της οικογένειας, όπως άλλωστε φαίνεται ότι ίσχυε με διαφοροποιήσεις στο Αττικό Δίκαιο, που είχε ρίζες στο Δίκαιο της Γόρτυναςviii, και είχε πια καθιερωθεί ρητά και στους Ελληνιστικούς χρόνους, απ’ όπου επηρεάστηκε το ρωμαϊκό, πραιτωρικό δίκαιο.ix

Το πνεύμα αυτό επικράτησε και μετά την Αναγέννηση, και όλα τα ευρωπαϊκά δίκαια αποδέχθηκαν το θεσμό της διαθήκης με μικρές διαφοροποιήσεις, περιοριζόμενης όμως με αρκετές διατάξεις.x Γι’ αυτό και στο σύγχρονο δίκαιο, το κληρονομικό δικαίωμα, αν και είναι απόλυτο, δεν είναι σύμφυτο με το δικαίωμα της προσωπικότητας, αλλά εδράζεται στην ελευθερία άσκησης του δικαιώματος τηςιδιοκτησίας και της ελευθερίας των συμβάσεων.

Οι κοινωνικές συνθήκες του Βυζαντίου αγνοούσαν όμως τη ρωμαϊκή οικογένεια του paterfamilias, ώστε ο Ιουστινιανός κατάργησε τις διακρίσεις μεταξύ αυτεξουσίων-υπεξουσίων, «αρρένων και θηλειών», και, όπως τονίζει στο προοίμιο της 118ηςΝεαράς του, βάσισε την εξ αδιαθέτου διαδοχή αποκλειστικά στη συγγένεια εξ αίματος.xi

 

  1. Ως προς το δικαίωμα ιδιοκτησίας στους μοναχούς:

 

Ας θυμηθούμε ότι είχε, ήδη επί ρωμαϊκής εποχής, ιδρυθεί η Χριστιανική Εκκλησία υπό του Χριστού [ου γαρ εισί δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα, εκεί ειμί εν μέσω αυτών (Ματθ. ΙΗ΄, 20)], κατ’ εντολή Αυτού και των Αποστόλων [πορευθέντες ουν και μαθητεύσατε πάντα τα έθνη βαπτίζοντες… διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην υμίν (Ματθ. ΚΗ΄, 19-20).] Η πρώτη Εκκλησία, στηριζόμενη επί Πνεύματος και Αγάπης, επεκτάθηκε ταχέως «εις τα πέρατα της Οικουμένης», και επειδή «πάντα ευσχημόνως και κατά τάξιν γινέσθω», «ου γαρ έστιν ακαταστασίας ο Θεός, αλλ’ ειρήνης» (σύμφωνα με τον Απόστολο Παύλο, Α΄ Κορινθ. ΙΔ΄ 40, 33), οργανώθηκε διοικητικά, σε ομοσπονδιακή Σχέσηxii ανεξάρτητων Επισκοπών με συνείδηση ενότητας και αρχηγό τον Ιησού Χριστό, σταδιακά δε, σε Αρχιεπισκοπές, Μητροπόλεις, Εξαρχίες και τέλος (με τον 28ο Κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, το 451) σε Πατριαρχεία.

Μετά τους διωγμούς των Χριστιανών και τη μεταφορά της έδρας της αυτοκρατορίας στο Βυζάντιο, το Διάταγμα περί Ανεξιθρησκίας του Μεγάλου Κωνσταντίνου, στα Μεδιόλανα, το 313 μ.Χ., αναγνώρισε τη Χριστιανική θρησκεία επισήμως. Με την επίσημη αυτή αναγνώριση, η αυτοκρατορική εποπτεία παρενέβαινε, έκτοτε, στο δογματικό και νομικό πεδίο της Εκκλησίας, παραχωρώντας προνόμια δικαστικής δικαιοδοσίας στους Επισκόπους.xiii

Νόμους εκκλησιαστικού περιεχομένου, που αποτελούν πηγή του εκκλησιαστικού δικαίου, περιέλαβαν ο Κώδιξ του Θεοδοσίου Β΄ (438, ιδία στο 16ο Κεφάλαιο – πολλούς των πρώτων χριστιανών αυτοκρατόρων), και η νομοθεσία του Ιουστινιανού, το CorpusJurisCivilis(529)xiv, ρυθμίζοντας το άβατο των μοναστηριών, τις περιουσιακές σχέσεις των μοναχών, την 3ετή δοκιμασία πριν την κουρά, τα «μοναστηριακά, κτητορικά τυπικά» κ.λπ.

Ακολούθησαν η Εκλογή νόμων του Λέοντος Γ΄(726), οι μεμονομένως διασωθείσεςΝεαραί διατάξεις βυζαντινών αυτοκρατόρων (Ηρακλείου, Λέοντος ΣΤ΄, Αλεξίου Α΄, Μανουήλ Α΄, και Ανδρονίκουxv), και το ΠρόχειρονΝόμωντου Βασιλείου Α΄ του Μακεδόνος (ή ΕξάβιβλοςΑρμενόπουλου, το870-879), καθώς και τα 60 ΒιβλίατωνΒασιλικών του Λέοντος ΣΤ΄ του Σοφού, περί το 900xvi,τα οποία,με νέα επεξεργασία της Ιουστινιάνειας νομοθεσίας (που επανέφερε το καταργημένο από τους Ισαύρους ρωμαϊκό Δίκαιο με εισαγωγή ελληνικού εθιμικού δικαίου), αποτέλεσαν έκτοτε, τη σπουδαιότερη και διαρκέστερη πηγή του Κανονικού Δικαίου της Ανατολικής Εκκλησίας.

Ας θυμηθούμε ότι, κατά τα χρόνια του βίου του Αγίου Ιωάννη Ξένου (970-1027), είχαν ήδη επισυμβεί η Α΄ (325) έως και Εβδόμη (783) Οικουμενικές Σύνοδοι της Εκκλησίας του Χριστού, είχαν καταδικαστεί οι αιρέσεις, είχαν επανεισαχθεί οι εικόνες μετά την Εικονομαχία (οριστικά το 843, πρωτύτερα δε, επί Κωνσταντίνου και Ειρήνης, με την Εβδόμη Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια της Βιθυνίας, οπότε και εκδόθηκαν 22 κανόνες διοικητικού περιεχομένου), δεν είχε όμως ακόμη επέλθει το Σχίσμα των δύο Εκκλησιών, Ανατολικής και Δυτικής, το οποίο έλαβε χώρα το 1054.

Η εκκλησιαστική διοίκηση επομένως, γινόταν σύμφωνα με την προαναφερόμενη, ισχύουσα τότε νομοθεσία, η οποία εφαρμοζόταν παράλληλα με τους Αποστολικούς και Συνοδικούς Κανόνες, την Ιερά Παράδοση, καθώς και τους Κανόνες των Πατέρων της Εκκλησίας, όπως τους είχε επισφραγίσει ο Β΄ Κανόνας της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου (επί Ιουστινιανού Β΄ του Ρινοτμήτου), το 691, η οποία επέτρεψε τη χειροτονία εγγάμων διακόνων και πρεσβυτέρων και υπήγαγε τις Μονές στην εποπτεία του περιφερειακού Επισκόπου (Κανόνες Δ΄, Η΄).

Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος είχε επιτρέψει την αυτονομία των μοναστηριών, ενώ – πλησιάζοντας στα χρόνια του Αγίου – η αναφερόμενη στο Πηδάλιον ως Πρώτη και Δευτέρα Σύνοδος, στην Κων/πολη το 861, επί αυτοκράτορος Μιχαήλ Γ΄ και Πατριάρχου Φωτίου, είχε εκδώσει 17 νόμους που αφορούσαν τους μοναχούς.

Στις τάξεις των μοναχών όμως, από την αρχαία Εκκλησία της Αλεξανδρείας του 3ου αι. (με τους εγκρατείς, αργότερα αναχωρητές, ερημίτες, στυλίτες, ησυχαστές, έγκλειστους, κατά Χριστόν σαλούς κ.λπ.), και το «κοινοβιακό σύστημα» του Παχωμίου (320), ιδιαίτερα δε, με τους 313 «όρους κατ’ επιτομήν» του Μεγάλου Βασιλείου (379), καθιερώθηκε η πανηγυρική «μοναχική επαγγελία» κατά την κουρά, ώστε απαγορευόταν στους μοναχούς η διατήρηση ή απόκτηση ίδιας περιουσίας, η οποία, στην περίπτωση που υπήρχε, περιήρχετο υποχρεωτικά στη Μονή (καίτοι η διάταξη αυτή δεν τηρήθηκε πάντα αυστηρά).

Ειδικότερα, η ιδιότητα του μοναχού αποκτάται με τη μοναχική «κουρά» στη «Μονή της μετανοίας», όπου πρόκειται να εγκαταβιώσει, δίδοντας τη «μοναχική επαγγελία», την υπόσχεση δηλαδή α)σαρκικής εγκράτειας, β)υπακοής και γ) της ακτημοσύνης. Μια από τις σπουδαίες, επομένως, συνέπειες της κουράς των μοναχών εκδηλώνεται στην κληρονομική διαδοχή: ο καρείς μοναχός τεθνηκώς τω βίω λογίζεται, και για το λόγο αυτό κληρονομείται δις: αφενός από και δια της κουράς, και αφετέρου από του πραγματικού θανάτου του.

Επί Λέοντος ΣΤ΄ του Σοφού, εμφανίστηκε παραλλαγή του συστήματος του μοναχικού βίου, με ίδρυση άλλης κατηγορίας Μονών, τις λεγόμενες «ιδιόρρυθμες», (που αναπτύχθηκαν αργότερα κυρίως από τον ΙΔ΄ αιώνα), όπου οι μοναχοί μπορούσαν να διατηρούν και να αποκτούν ιδίαν περιουσίαν (σύστημα μάλιστα το οποίο κατακρίθηκε, επειδή δημιουργούσε τάξεις πλουσίων και πτωχών μοναχών εντός της ίδιας Μονής, πράγμα αντίθετο με την έννοια του μοναχισμού).xvii

Η 5η Νεαράτου Λέοντος του Σοφού επέτρεψε οριστικά τη σύνταξη διαθήκης στους μοναχούς. Η διαθήκη ή αλλιώς «τελευταία διάταξη» ή «διάταξη τελευταίας βούλησης», ήταν από τότε, «μονομερής», «αιτία θανάτου» δικαιοπραξία, με δήλωση βουλήσεως που δεν απευθύνεται σε άλλον. Συντασσόταν αυτοπροσώπως, σύμφωνα με ορισμένους τύπους και ανακαλείτο ελεύθερα έως το θάνατο του διαθέτη, οπότε και άρχιζαν τα αποτελέσματά της.Εάν υπήρχε διαθήκη πριν την κουρά, έπρεπε, όπως και σήμερα, να γνωστοποιηθεί αυτή κατά την ημέρα της αποκάρσεως, άλλως η περιουσία του μοναχού προσκυρωνόταν στη Μονή. Σύμφωνα επίσης με την «πρώτη Νεαρά του κυρού Λέοντος» – κατά τις λέξεις της Εξαβίβλου –, τα μετά την κουρά αποκτηθέντα, μπορούσε ο μοναχός να διοικεί όπως ήθελε, αν κατά τον καιρό που επέλεξε το μοναχικό βίο, φανεί ότι αφιέρωσε κάτι στην εκκλησία. Αν όμως δεν προσέφερε, τότε η περιουσία του διαιρείτο στα δύο «και το έν μερίδιον συγκεντρούται εις δίμοιρον το οποίο διαθέτει κατά βούλησιν, το δε τρίτον μεταβαίνει στο μοναστήριον».xviii

Η διάταξη αυτή είναι πολύ σπουδαία, γιατί μας βοηθά να διαγνώσουμε τα κίνητρα του Αγίου προς σύνταξη διαθήκης, που προφανώς τη συνέταξε με σκοπό να προστατεύσει την περιουσία των μονών που ίδρυσε, από πιθανές μελλοντικές διεκδικήσεις. Για τον ίδιο λόγο, συνηθιζόταν, άλλωστε, στις διαθήκες, να εξιστορούν με λεπτομέρειες οι κτήτορες των μονών τις απαρχές της ίδρυσής τους, πώς και από πού ξεκίνησαν, τους κόπους και τις δαπάνες που κατέβαλαν για την ανέγερση, από πού αγοράστηκε ή δωρίθηκε η περιουσία, καθώς και το «τυπικό» τους, ώστε η αποτύπωση αυτή να εξασφαλίσει διπλό στόχο: την απόδειξη του κτήτορα, και την αποφυγή κληρονομικών διεκδικήσεων τυχόν συγγενών.

Οι μονές εθεωρούντο τότε προσωπική περιουσία των ιδρυτών ή ανακαινιστών τους, επί της οποίας είχαν απόλυτη εξουσία διαθέσεως.xix Η σύνταξη κτητορικούτυπικού και Διαθήκης, προσέδιδε νομική ισχύ στης διατάξεις της, και εξασφάλιζε σεβασμό στην τήρησή τους, τόσο από μοναχούς, λαϊκούς και συγγενείς, όσο και από τις Αρχές, απαγορεύοντας στους προεστούς τις παρεμβάσεις ή την απαλλοτρίωση.xx

Επί πλέον, υπήρχε ήδη από τον 7ο αιώνα ο θεσμός της «χαριστικής δωρεάς» των μοναστηρίων, σύμφωνα με τον οποίο οι Επίσκοποι παραχωρούσαν την επικαρπία της μονής σε λαϊκούς για να τα συντηρούνxxi, θεσμός ο οποίος οριστικοποιήθηκε κατά τη βασιλεία του Νικηφόρου Φωκά (963-969), δηλαδή στα χρόνια του Αγίου μας, μετά τις καταστρεπτικές επιδρομές των Αράβων, όπως αποκαλύπτεται στο προοίμιο της περίφημης Νεαράς διάταξης του Βασιλείου Β΄ «περί δυνατών», το 996. Για τους ιδιωτικούς ευκτηρίους οίκους και μονές, το κρίσιμο σημείο για την τύχη τους, επερχόταν μετά το θάνατο του ιδρυτή-μοναχού, όταν ο τοπικός Επίσκοπος επενέβαινε στην ιδιοκτησία και «ονόμαζε» την εκκλησία επισκοπικό μοναστήρι, αποκτώντας έτσι δικαιώματα διαχείρισης.

Επιπρόσθετα, το 1002, ο ίδιος αυτοκράτορας, εξέδωσε το νόμο του αλληλεγγύου, με τον οποίο τα πλούσια εκκλησιαστικά ιδρύματα επωμιζόταν το βάρος της φορολογίας για τους φτωχούς γείτονές τους, γεγονός που εξωθούσε ακόμη περισσότερο τους Επισκόπους να καταφεύγουν σε χαριστικές δωρεές, προκειμένου να αποφύγουν το φόρο.

Ειδικά το έτος 2027, το έτος δηλαδή που συνέταξε τη διαθήκη του ο Άγιος Ιωάννης ο Ξένος, ο Πατριάρχης Αλέξιος Στουδίτης (1025-43), είχε εκδώσει εναγώνιο Υπόμνημα, που φανέρωνε ότι η εκμετάλλευση των μονών διέφευγε πλέον κάθε ελέγχου «…καὶ τἀναντία πάντα ἀνερυθριάστως νεανιεύονται· καὶ ταῖςἐρημώσεσι τούτων, ἐρημώσεις ἀπεργάζονται·…».xxii

Γίνεται λοιπόν φανερός, ο λόγος για τον οποίο προέβη στην επίσημη διαθήκη του ο Άγιος Ιωάννης ο Ξένος. Ο λόγος μάλιστα συμπίπτει με την απόφασή του να κηρύξει τη Μονή Μυριοκεφάλων ως σταυροπηγιακό μοναστήρι.

Ὁ Βασίλειος Α΄ προέβη σε μία πράξη που απέκτησε κεφαλαιώδη σημασία για την υποστήριξη των ιδιωτικών ιδρυμάτων και μονών: αναγνώρισε το δικαίωμα του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως να δίνει σταυροπήγιον και στις ενορίες των άλλων θρόνων, με το οποίο τελικά οι κτήτορες αποδεσμεύονταν από την εποπτεία του τοπικού επισκόπου. (Ἐπαναγωγή, 3.10:«… Τῷ δὲ Κωνσταντινουπόλεως προέδρῳ ἔξεστι καὶ ἐν ταῖς τῶν ἄλλωνθρόνων ἐνορίαις, ἐν οἷς οὐκ ἐστὶ προκαθιέρωσις ναοῦ, σταυροπήγια διδόναι, οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ τὰς ἐν τοῖς ἄλλοις θρόνοις γινομένας ἀμφισβητήσεις ἐπιτηρεῖν καὶ διορθοῦσθαι καὶ πέρας ἐπιτιθέναιταῖς κρίσεσιν.»)Τα πατριαρχικά σταυροπήγια ήταν ένα σημαντικό βήμα για την ανάπτυξη του πραγματικά ανεξάρτητου, «αὐτοδέσποτου» μοναστηριού, που επιζητούσε στο πρόσωπο του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, έναν πνευματικό επιτηρητή. Στην ουσία όμως, η ενέργεια αυτή ήταν ένα αίτημα για να παρακάμψουν την εποπτεία του επιχώριου Επισκόπου και την καταστρατήγηση των μονών από το θεσμό της χαριστικής δωρεάς προς τους λαϊκούς.xxiii

 

  1. Σχετικά με το κείμενο της διαθήκης του Αγίου Ιωάννου Ξένου:

 

Η διαθήκη φέρει βέβαιη χρονολογία: «Μηνί Σεπτεμβρίω Κ΄. Από κτίσεως κόσμου 6.536 από δε Χριστού 1027.» Το περιεχόμενό της διασώζεται όμοια και στους τρεις χειρόγραφους Κώδικες.

Ας θυμηθούμε ότι, η Κρήτη είχε μόλις απελευθερωθεί (961) από τους Σαρακινούς Άραβες, οι οποίοι (για 133 χρόνια, 828-961), την είχαν μετατρέψει σε κέντρο πειρατικών επιδρομών, ερημώνοντάς την με σφαγές και εξισλαμισμούς, δημιουργώντας στους κατοίκους έντονο πρόβλημα επιβίωσης. Ως προσπάθεια επανευαγγελισμού, ο Άγιος Ιωάννης ο Ξένος κήρυξε για 50 χρόνια το Λόγο του Θεού στην Κρήτη, μετά την αναχώρηση των αγίων Αθανασίου Αθωνίτη και Νίκωνα του «Μετανοείτε», που είχαν έρθει από την Κωνσταντινούπολη προς ανόρθωση της Ορθόδοξης πίστης, με την υποστήριξη του Νικηφόρου Φωκά.

Ευσύνοπτα και ταπεινά ιστορεί στη διαθήκη το έργο του ο Άγιος, θεωρώντας άρρηκτα δεμένη την αξία των περιουσιακών στοιχείων του, με την αξία της ανθρώπινης ζωής, ως δημιουργήματος του Θεού-«πηγής της αφθαρσίας», κατά τις λέξεις της διαθήκης: «Ιωάννης ..ευτελής… μοναχός, ο τη επωνυμία Ξένος και ερημίτης προσέταξα … αρρωστία κατακλιθείς και το τέλος του θανάτου προσδοκώνιδού το κατ’ εμέ πάντα φανερώς γέγονα και διατίθημι και τι επ’ εμέ ο Θεός ο άγιος, δι’ οικονομίας αυτού ανεδείξατο. έχων δε το κατ’ εμέ ούτως.»

Ακολουθεί η περιγραφή στη διαθήκη του ΒίουκαιΠολιτείας του, όπως άλλωστε τιτλοφορείται και το χφ Β΄ της Οξφόρδης. Από τη γέννησή του στο χωριό Σίβα και τον προς τον Θεόν παιδιόθεν πόθο του. Από το Αστερουσιανό άκρο του Ράξου, όπου με φωνή Θεού και χειρονακτική εργασία απεκάλυψε τους τάφους και ανήγειρε ναό των Αγίων Ευτυχίου και Ευτυχιανού, ως την ιεραποστολική του πορεία στη δυτική Κρήτη, και την ακόλουθη περιπλάνησή του, άχρι της κεφαλής του όρους κτίσμα ελληνικόν παμμέγεθες του λεγομένου Μυριοκέφαλου, επάνω του χωρίου του λεγομένου Τούρμα Καλαμώνος, και ως την επταήμερη τύφλωσή του, κατά την οποία, είδον φως μέγα και διακελευούσης φωνής τοιαύτης, ότι «ενταύθα ανεγείραι μέλλεις οίκον της πανυμνήτου Θεοτόκου της Αντιφωνητρίας», όπου, τον μεν τόπον εξωνησάμην από τους ιδίους κληρονόμους, και αγώνας εαυτώ θέμενος… είτα εντελευόμενος, εν τοις φιλοχρίστοις εδοσάμην την τοιαύτην μονήν της Θεομήτορος … και ούτως εκούρευσα ένα, τον μοναχόν Λουκάν.

Το δικαίωμα του κυρίου ενός ναού, του κτήτορος «προς διορισμόν των υπηρετούντων τον ναόν», αναγνωριζόταν από την εποχή των Ρωμαίων και Βυζαντινών αυτοκρατόρων, αλλά καταργήθηκε με τη Νεαρά 123 ιη΄ του Ιουστινιανού. Επειδή όμως δεν είχε συμπεριληφθεί στα Βασιλικά, ίσχυε ατύπως έως την εποχή των Κομνηνών, οπότε επικυρώθηκε η νόμιμη χειροτονία ιερωμένων από τους Επισκόπους.xxiv

Εννέα συνολικά ιδρυθείσες μονές και ανεγερθέντες ναούς μας ιστορεί στη διαθήκη του ο Άγιος: τον (μη έτι επαρκώς μελετημένο) ναό Αγίου Γεωργίου Δούβρικα, στη θέση Μέλικα, ένθα ούτε ξύλον ευρίσκεται ούτε χόρτο χλωρόν… και τρόπον τινα επεννοηθείς εποίησα δεξαμενήν εις το υποδέχεσθαι το ύδωρ … και εποίησα αμπέλιν και περιβόλιν… και ούτως προσελθών ανήρ εύχρηστος, εκούρευσα αυτόν. όστις και ονομασθείς παρ’ εμού και της συνεργίας του αγίου Πνεύματος ο μοναχός Νικόδημος. και τούτον ιερέα επεκατέστησα…

Ναό (μη έτι ταυτοποιημένης θέσης), τον λεγόμενον άγιον Γεώργιον τον Οψαροπιάστην, πλησίον του χωριού της Πηγής (Ρεθύμνου), και αποκείρας τον μοναχόν Ευτύχιον ιερέα ευθύς ανεχώρησα.

Την Ιερά Μονή Αγίου Παταπίου, με οικήματα κεραμόστεγα… εις το χωρίον την Μουσέλαν… εις παράδεισον απεκατέστησα. κατέλειπα μοναχούς δώδεκα. Και απελθών εις τους ορθοδόξους ημών βασιλείς …,

[εννοεί την επίσκεψή του στην Κωνσταντινούπολη, επί Αυτοκράτορος Ρωμανού (1028-1034) και Πατριάρχου Αλεξίου Στουδίτη (1025-1043), στους οποίους αιτήθηκε την εξασφάλιση αυτοδέσποτης, σταυροπηγιακής αξίας για τη Μονή Μυριοκεφάλων, κάνοντας χρήση της διάταξης των Βασιλικών, την οποία διασώζει ο «Τιπούκειτος»: «χρη πάντας τους υπηκόπους απολαύειν της του βασιλέως φιλοτιμίας τε και ευεργεσίας»xxv],

και δεηθείς αυτοίς, χρυσοβούλλου επορισάμην (: «σιγίλλιo»), του λαμβάνειν ετησίως η μονή, λόγου ψυχικής αυτοίς σωτηρίας, από του δημοσίου, νομίσματα λίτραν μίαν (=72 χρυσά νομίσματα), ράσα δώδεκα, μανδία δώδεκα, και βλατήν ενδυτήν (: ύφασμα για άμφια ιερέων), και του είναι ταύτην ανέπαφον (: ανεξάρτητη) από παντός και παντοίου αρχοντικού και εκκλησιαστικού προσώπου, και μηδ’ όλως έχειν τον κατά χώραν μητροπολίτην ή τινα των επισκόπων επίσχεσθαι εις τα δίκαιατης μονής (: να έχει ισχύ στα δικαιώματα), ή εις ά προσεκτησάμην βιβλία, αγίας εικόνας, αις κατεκόσμησα κελλία… και επιζητείν επ’ αυτών ή σύνηθές τινα ή κανίσχιον ή το καθόλου τι, αρχήν τινα ή εξουσία (: ούτε να ζητά κανείς γι’ αυτά κάποια φιλική προσφορά ή δώρο ή οτιδήποτε είτε κάποια αρχή ή εξουσία), αλλά το καθόλου είναι πάντα αυτοδέσποτα και κύρια από χείρας είναι της δηλωθείσης μονής, μόνην την αναφοράν ποιήσασθαι του αγιωτάτου και οικουμενικού πατριάρχου κυρού Αλεξίου και ούτως καθεξής. (: και στους επόμενους διαδόχους του.)

Ακολούθως, …την του Χριστού εντολήν και εμαυτόν ειδήσας (: παρατήρησα προσεκτικά την εντολή του Χριστού και τον ευατό μου), και καταβλεψάμενος δια το μηδ’ όλως έχει με ανάπαυσιν μίαν ώραν άνεσιν… (: δεν είχα ανάπαυση),

και με την εμπειρία από την επίσκεψή του στην Κωνσταντινούπολη, για τους ρυθμούς και την τέχνη της ναοδομίας, ανήγειρε, το Ναό της Ζωοδόχου Πηγής Κουφού Κυδωνίας, αποκείρας τον μοναχόν Κύριλλον και αποκαταστήσας το κελίον…

Τέλος, το ναό Αγίου Παύλου εις έρημον τόπον Οπίσω Αιγιαλόν (Σφακίων), και το ναό Αγίου Γεωργίου Σελίνου, εις τον Αζωγυρέαν… και εποίησα εκεί μελισσουργείον εις το είναι εις την ειρημένην μονήν…και πάλιν δια το πλήθος των πολλών μου αμαρτιών ουκ έασάν με αναπαυθήναι οι φιλόχριστοι (: δεν με άφησαν να βρω ανάπαυση οι Χριστιανοί – λόγω της δημοφιλίας του), και λοιπόν εις έτερον τόπον έρημον κατώκησα, εις τα μέρη της Κισάμου, έξω εις την Ακτήν, εν οις και προσμένειν ηρετισάμην δια την των ανθρώπων σύγχυσιν (: όπου και επέλεξα να παραμείνω, λόγω της αναστάτωσης που προκαλούν οι άνθρωποι).

Στην Ακτή Κισάμου έζησε ο Άγιος το υπόλοιπο του βίου του, σε σπήλαιο, όπου σήμερα ο ναός Αγίου Ευσταθίου, και όπου, προαισθανόμενος το τέλος, συνέταξε τη διαθήκη του, …ούτως πάντα τα κατ’ εμέ επισυνάψας και εγγράφως ποιήσας, εν τω ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.

Η διαθήκη κλείνει με τον ορισμό της τελευταίας του βούλησης: …τούτο διορίζομαι και εντέλλομαι πάσι, ως αν πάσας εκκλησίας ήγειρα, ως είρηται, και ά προσεκτησάμην κινητά, ακίνητα, και αυτοκίνητα, ίνα εισίν πάντα εις την μονήν του Μυριοκεφάλουxxvi, έως συστολής του παρόντος κόσμου. ει δε τις των επιγείων ανθρώπων, είτε βασιλείς ή πατριάρχης ή μητροπολίτης ή επίσκοπος ή άρχων ή άλλος τις των απάντων, κατατολμήσει αποσπάσαι των ευκτηρίων ων έκτισα ή από τινος των υπ’ αυτών ακινήτων, ά και αφιέρωσα εις την δηλωθείσαν μονήν, ο προς ταύτην κατατολμών, πρώτον μεν των της ακινησίας δεσμών άλυτος έστω, και η μερίς αυτού και ο κλήρος αυτού μετά του Ιούδα, αγχόνη καθυποβαλλόμενος, και αναθέματι και των τετρακοσίων δέκα και οκτώ θεοφόρων πατέρων και τω αιωνίω πυρί αποκεκλήρωται. αεί δε ταύτα πάντα φυλάττων, ά εποίησα και προσεκτησάμην, ο Θεός ο άγιος ο επουράνιος και η μεσίτρια του κόσμου συγχωρήσει αυτοίς πάντα τα οφλήματα αυτών, εν τω μένοντι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων, αμήν.

 

  1. Η Γλώσσα και ο «τύπος» της διαθήκης του Αγίου:

 

Η γλώσσα του Αγίου αφίσταται στα συνήθη δικαιοπρακτικά κείμενα, με ρητορικό και το γνωστό από τις Ομιλίες του περίτεχνο ύφος της ομιλούμενης μετά της εκκλησιαστικής γλώσσας, το οποίο αντικατοπτρίζει τη λογιότητα του Αγίου, η οποία, με τη σειρά της, θα πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω από τους ειδικούς.

Ο Άγιος Ιωάννης ο Ξένος συνέταξε τη διαθήκη του με βαθιά επίγνωση των ανθρωπίνων και θείων πραγμάτων. Το κείμενο αποπνέει εγκράτεια, σύνεση, αυστηρότητα και διατυπώνει μια διανοητική στάση απέναντι στο θάνατο από έναν άνθρωπο που έχει ορθή συνείδηση των αξιών, επίγνωση και εσωτερική ευθύνη του μοναστικού του σχήματος, και της θέσης του απέναντι στο Θεό αλλά και στους ανθρώπους και δεν αμφιβάλλει γι’ αυτά.

Η διαθήκη του Αγίου, ως κείμενο, ακολουθεί το καθιερωμένο σχήμα σύνταξης διαθηκών, με προοίμιο, ανάλυση των περιουσιακών του κτήσεων, καθώς και τη διάταξη της τελευταίας του βούλησης για τη διάθεση των περιουσιακών στοιχείων. Τα νοήματα είναι διατυπωμένα με ευχέρεια και ακρίβεια.

Δύο Κώδικες διασώζουν τα ονόματα των μαρτύρων που υπέγραψαν τη διαθήκη του Αγίου: 1.Χείρ Μόσχου Διακόνου και Νομικού γραφέως Κάστρου Χάνδακος,2.Φιλάρετος πρωτοσπαθάριος και Στρατηγός Κρήτης ο Βραχέων, παρών εις ταύτην την διαθήκην, του Μοναχού Ιωάννου προτραπείς, 3.Ευμάθιος πρωτοσπαθάριος και Στρατηγός Κρήτης, παρών εις την παρούσαν διαθήκην, 4.Παπά Λέων Δαφερεράς, Νοτάριος υπό της Βασιλικής Εξουσίας εμετάγραψα την παρούσαν διαθήκην.

Από νομικής άποψης, η διαθήκη κατατάσσεται στις ιδιόγραφες, φανερές διαθήκες της εποχήςxxvii, σύμφωνα με το τυπικό των οποίων, (κατά την Εξάβιβλο και τα ισχύοντα τότε Βασιλικά, Β΄, ΧΧΧV, 1. 16), διακρινόταν σε δύο τύπους: την προφορική ((testamenta nuncupativa) και τη γραπτή (testamenta scripta).xxviii Η συντασσόμενη και υπογραφόμενη από τον ίδιο το διαθέτη καθιστούσε τη διαθήκη ιδιόγραφη, άλλως, επρόκειτο για αλλόγραφη, ή και καθ’ υπαγόρευσιν διαθήκη. Εδώ βέβαια, πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν το σημείο της διαθήκης περί «Χείρ Μόσχου Διακόνου και Νομικού γραφέως» – ένα θέμα που άπτεται της περαιτέρω αρχαιολογικής μελέτης των πηγών της διαθήκης.

Ως φανερή, έγγραφη διαθήκη, η διαθήκη του Αγίου προσιδιάζει με τη σημερινή δημόσια, σε αντίθεση με τη «μυστική», που συντασσότανενώπιον συμβολαιογράφου, «εάν ο διαθέτης δεν θέλη να γνωρίζωσιν οι μάρτυρες τα γεγραμμένα, την προσφέρει εις αυτούς τειλιγμένην έως τα γράμματα ή και εσφραγισμένην παρ’ αυτού, δια να υπογράψωσι και λέγει προς τους μάρτυρας ότι η διαθήκη είναι ιδική του», (Εξάβιβλος).

Για να είναι έγκυρη η διαθήκη, έπρεπε να υπογράφεται και να σφραγίζεται με δακτυλίδιον από πέντε μάρτυρες. Η διαφορά εδώ, των μαρτύρων, οφείλεται στη Νεαράδιάταξη 41, στην οποία ο Λέων Σοφός όριζε ότι,για την έγκυρη κατάρτιση διαθήκης από τους οδοιπορούντες και τους «κατοίκους των αγρών με μικρό πληθυσμό», αρκούσαν οι τρεις μάρτυρες, (στις δε εξαιρετικές περιπτώσεις πληγωμένων σε πόλεμο ή αιφνιδίως ετοιμοθανάτων, μπορούσε να καταρτιστεί και ενώπιον δύο μόνο μαρτύρων).

Η προκείμενη διαθήκη τυγχάνει καθ’ όλα νόμιμη και έγκυρη, πολύ περισσότερο δε αφού, με τη Νεαρά82, διατασσόταν ότι, ακόμα και η παράλειψη των σφραγίδων ή η φθορά τους δεν ασκούσε επιρροή στο κύρος έγγραφης διαθήκης, εφόσον βεβαιωνόταν η αυθεντικότητά της με τις υπογραφές των μαρτύρων.

  1. Η διαθήκη ως πηγή Ιστορίας και Πολιτισμού:

 

Συμπερασματικά,

η διαθήκη αποτελεί ιστορικό και θρησκευτικό τεκμήριο, που βοηθά την έρευνα, και μας δείχνει το ρόλο που διαδραμάτισαν, π.χ., οι ιδιωτικές χορηγίες για τη ίδρυση και τη λειτουργία ευαγών ιδρυμάτων και μοναστηρίων, την επιβίωση και εξάρτησή τους από την ευλάβεια των ιδρυτών τους, την κατάσταση των πτωχών απ’ όπου προέκυψε η ανάγκη του θεσμού της χαριστικής κατά την εικονομαχία, τη μέριμνα εκ μέρους της Εκκλησίας ή της Πολιτείας, την αυτοθυσία των κτητόρων για τη διασφάλιση λειτουργίας των μονών, τις παρεμβάσεις και τη στάση της επίσημης Εκκλησίας, τη νομοθεσία που ίσχυε, τα δικαιώματα, τις ελευθερίες, τους κανόνες θεμελίωσης του μοναχικού βίου, ακόμη δε και ιστορικά στοιχεία για την ταυτοποίηση ναών και μονώνxxix, αλλά και στοιχεία για την εξέλιξη της γλώσσαςxxx, τη γραφήxxxi και την εικονογράφηση.

Η διαθήκη του Αγίου Ιωάννου του Ξένου, αποτελεί πηγή της ελληνικής Ιστορίας και του Ορθόδοξου πολιτισμού.

Ευχαριστώ.

Ι. Μητρ. Γορτύνης και Αρκαδίας, 5-5-2016,

Βούλα Επιτροπάκη.

 

 

 

Ο Άγιος Κυρ Ιωάννης ο Ξένος, ο εν τη Κρήτη

 

Πηγή φωτογραφίας: www.imga.gr

i Ο άγιος Κύρ Ιωάννης ο Ξένος ο εν τη Κρήτη, έκδ. «Φίλων του αγίου Ιωάννου του Ξένου & Συλλόγου φίλων της Ιεράς Μονής Οδηγητρίας», Σίβας 2015, σ.38, απ’ όπου και όλα τα εδώ αποσπάσματα της διαθήκης του Αγίου.

ii Νικόλαος Β. Τωμαδάκης, «Ο Άγιος Ιωάννης ο Ξένος και η διαθήκη αυτού», Κρητικά Χρονικάτ. Β΄ (έκδ. Ανδρέα Γ. Καλοκαιρνού, Ηράκλειο,1948), σελ. 47-72 και στο: <http://imga.gr/wp-content/uploads/2015/11/ksenos.pdf>.

iii Το 1924, ο Λατίνος επίσκοπος LouisPetit ταύτισε εσφαλμένα σε μελέτη του, τον Άγιο με τον Άγιο Ιωάννη τον Ερημίτη, ενώ ο Καθηγητής Βυζαντινολογίας Νικόλαος Β. Τωμαδάκης, στα 1948 και 1983-86, δημοσίευσε το κείμενο του HippolyteDelehaye, συγκλίνοντας όμως με την άποψη του Λατίνου επισκόπου (LouisPetit), ώστε εξακολούθησε η σύγχυση γύρω από τα πρόσωπα των δύο Αγίων. Η σύγχυση περί ταυτότητάς τους, εξέλιπε το 1977, με τη διδακτορική διατριβή του Γεωργίου Β. Αντουράκη (βασιζόμενη σε εννέα επιχειρήματα αρχαιολογικών δεδομένων), και τη μελέτη του Ακαδημαϊκού Μανώλη Χατζηδάκη, (που βασίστηκε στη μελέτη των εικόνων της Πάτμου), έως την ταύτιση των περιοχών δράσης του Αγίου με σημερινά χωριά Ρεθύμνης και Χανίων από τον προϊστάμενο Ιστορικού Αρχείου Κρήτης Κωνσταντίνο Π. Φουρναράκη, το 1996, ώστε καταδείχθηκε οριστικά η διαφοροποίηση του έργου των δύο Αγίων. Στην ίδια κατεύθυνση προσέφεραν ουσιαστικά στοιχεία τα συγγράμματα των διδακτόρων Σ. Οικονόμου και Δ. Αθανασιάδου-Στεφανουδάκη, του πρωτοπρεσβύτερου Ι. Λελεδάκη, της αρχαιολόγου Β. Αγγελάκη, του δημοσιογράφου Ν. Ψιλάκη, καθώς και άλλων μελετητών, όπως του ιερέα του Αλικιανού Δημητρίου Σουρούμη (17ος αι.), του Ακαδημαϊκού Αναστασίου Κ. Ορλάνδου (+1955), του λογοτέχνη Κυριάκου Μητσοτάκη (1956), και του Μιχάλη Ανδριανάκη (1992), που αν και δεν αναφέρονται σε θέματα της διαθήκης, μελέτησαν το βίο και το έργο του Αγίου.

iv Βλ. Andrewes, Αρχαία Ελληνική Κοινωνία, μτφ. Α. Παναγόπουλου, εκδ. ΜΙΕΤ, 1983, σ. 164.

v Νικ. Σ. Παπαντωνίου, Κληρονομικό Δίκαιο, 4η έκδ. Σάκκουλα, Αθήνα, 1985, σελ. 15, όπου: «Ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει ο νομοθέτης κληρονομικού δικαίου είναι ακριβώς να αποτρέψει τη διάσπαση, τον κατακερματισμό των παραγωγικών μονάδων. Το πρόβλημα αυτό αντιμετωπιζόταν στα παλαιότερα δίκαια, κυρίως με την προνομιακή μεταχείριση του πρωτότοκου και σπανιότερα του νεότερου παιδιού, ώστε να αποτρέπεται η αντιπαραγωγική διανομή σε περισσότερους κληρονόμους», και σελ. 12, όπου παραπομπή στον Leipold, ο οποίος παραπέμπει στον Marx και Engels: «και ο Marx όταν ζητούσε την κατάργηση του κληρονομικού δικαίου, εννοούσε την κατάργηση του κληρονομικού δικαιώματος στα μέσα παραγωγής».

vi Στο παλαιότερο όμως, αυτό, ρωμαϊκό δίκαιο, η οικογένεια από την οποία ο νόμος όριζε τους κληρονόμους, δεν θεμελιωνόταν σε δεσμό αίματος, αλλά στην πατρική και τη συζυγική εξουσία (patriapotestas και manus). Έτσι ο νόμος (juscivile) καλούσε ως κληρονόμους τους οικίους (sui), κατιόντες του κληρονομούμενου που βρίσκονταν στην άμεση εξουσία του όταν πέθαινε, ενώ όταν δεν υπήρχαν οικείοι, καλούσε τους πλησιέστερους εξ αρρενογονίας συγγενείς (agnatiproximi). Με το σύστημα αυτό του ρωμαϊκού δικαίου, τα τέκνα θυγατέρας δεν ήταν συγγενείς με τον πατέρα της, αλλά μόνο με το σύζυγό της-πατέρα τους, και τα τέκνα γιού ήταν συγγενείς με τον παππού τους από την πατρική γραμμή. Μενέλαος Τουρτόγλου, Ιστορία του Ρωμαϊκού Δικαίου, εκδ. Αντ. Σάκκουλα 1980.Πανταζόπουλος, Ρωμαικό Δίκαιο Α΄ 1974, σ. 164.

Paoli, Προβλήματα αρχαίου ελληνικού Κληρονομικού Δικαίου, μτφ. Δημάκη, 1963, σ. 18 επ.

Βλ. και επιφυλάξεις του Andrews, ο.π. σ. 154: «…αν το μη απαλλοτριώσιμο των γαιών εξακολουθούσε να ισχύει στην εποχή του Σόλωνα…».

Ιωάννου Τριανταφυλλόπουλου, Ελληνικά Δίκαια 1, εκδ. Σάκκουλα, 1985.

 

vii Νικ. Σ. Παπαντωνίου, Κληρονομικό Δίκαιο, ό.π., σελ. 295 επ., όπου: «Πρβλ. όμως την έντονη κριτική του θεσμού της διαθήκης από τον Hegel, GrundlinienderPhilosophiedewRechts, παρ. 179, 180, ο οποίος διαβλέπει στην αναγνώριση της αυθαιρεσίας κάθε ατόμου έναν σοβαρό εχθρό της οικογενειακής συνοχής και καταδικάζει την αποδοχή από το δίκαιο, θεσμού, ο οποίος ανταποκρινόταν στη σκληρότητα και ανηθικότητα του ρωμαϊκού δικαίου. Στο ρωμαϊκό δίκαιο, όπως το είχε δεχτεί η θεωρία και η νομολογία, (Μπαλή, Εγχειρ. ΚληρΔ. παρ. 17), ίσχυσαν δυο θεμελιώδεις αρχές. Σύμφωνα με την αρχή της αποκλειστικότητας της εκ διαθήκης διαδοχής, δεν μπορούσε κανείς να κληρονομηθεί και από διαθήκη και εξ αδιαθέτου: «nemopropartetestatusproparteintestatesdecederepotest». Αλλά δεν μπορούσε να κληρονομηθεί και από περισσότερες διαθήκες, γιατί και μόνο η σύνταξη νέας διαθήκης, που έπρεπε να περιέχει εγκατάσταση κληρονόμου, επέφερε ανάκληση της προηγούμενης: «nemopluribustestamentisproparterelictisdecederepotest». Στο μετακλασσικό όμως λαϊκό δίκαιο είχαν αρχίσει να παρακάμπτονται οι αρχές αυτές ώστε να κρίνεται ατυχής η αναβίωσή τους από τον Ιουστινιανό. Οι ρωμαϊκοί αυτοί κανόνες έχασαν όμως και πάλι την ακαμψία τους στο μεταγενέστερο βυζαντινό δίκαιο. Όπως έχει διαπιστωθεί, σειρά από βυζαντινές διατάξεις επέτρεπαν να ισχύουν, παράλληλα, περισσότερες διαθήκες. Τέτοιες διατάξεις περιέχουν ο Πρόχειρος Νόμος, 25.2 και 3, το Ηυξημένον Πρόχειρον, 25.1 και 7, Εξάβιβλος 5.5., που κατά την απόδοση του Αλ. Σπανού ρυθμίζει το θέμα «περί της μερικής ξεσχιζομένης διαθήκης» και η Επαγωγή 32.1 και 3. Αλλά και ο άλλος ρωμαϊκός κανόνας, που απέκλειε να κληρονομηθεί κάποιος και εκ διαθήκης και εξ αδιαθέτου, είχε καμφθεί στο μεταγενέστερο βυζαντινό δίκαιο. Ειδικότερα, σύμφωνα με τον τίτλο ΙΔ΄ α΄ σε συνδυασμό με τους τίτλους ΙΣΤ ε΄ και ΝΔ ι΄ της Πείρας Ευσταθίου του Ρωμαίου, φαίνεται ότι ο αποκλεισμός αυτός ίσχυε μόνο σε εγκατάσταση συγγενών και μάλιστα «παίδων», ενώ όταν ο διαθέτης εγκαθιστούσε εξωτικούς, τα περιουσιακά στοιχεία που δεν μνημονεύονταν στη διαθήκη, «τα αμνημόνευτα», «οι εξ αδιαθέτου συγγενείς κληρονομούσι» (τίτλος ΙΔ΄, α΄). Η βυζαντινή αυτή διάταξη ελάχιστα νομίζω διαφέρει από τη ρύθμιση του 1801 Α.Κ. Τις διατάξεις αυτές του βυζαντινού δικαίου είχε αγνοήσει η ελληνική νομολογία και θεωρία και ο αστικός κώδικας εγκατέλειψε τις ρωμαϊκές λύσεις για να ακολουθήσει τους ευρωπαϊκούς κώδικες. Ο Αστικός κώδικας δηλαδή, ακολουθώντας τις ευρωπαϊκές κωδικοποιήσεις, καθιέρωσε και ως προς τα δύο αυτά θέματα, το σύστημα που είχε διαμορφωθεί στο μεταγενέστερο βυζαντινό δίκαιο, ίσως κάτω από την επίδραση του αττικού δικαίου». Το σύστημα των γενεών καθιέρωσαν συστηματικότερα οι σύγχρονες κωδικοποιήσεις του αστικού δικαίου, και ο Ν. 2310/1920, που κατάργησε τις Νεαρές του Ιουστινιανού, είχε για πρότυπα τον γερμΑΚ και τον τότε «νεώτατον των ευρωπαϊκών κωδίκων, τον Ελβετικόν». [Βλ. ΑιτΕκθ. στη Γεν. Κωδ. Ζαχαρόπουλου, τ. 11ο , σ. 934.] Το νόμο 2310/1920 αποδέχτηκε με μικρές παραλλαγές και ο αστικός κώδικας και έτσι έμμεσα, ακολουθώντας ξένες κωδικοποιήσεις, καθιερώθηκε στην Ελλάδα σύστημα που είχε διαμορφωθεί από το Ελληνιστικό Δίκαιο και που τις ρίζες του βρίσκομε στο Δίκαιο της Γόρτυνας. (Κ. Τριανταφυλλόπουλου Πρακτικά Αναθ. Επιτρ. ΚληρΔ, σ. 18, Πανταζόπουλος ό.π. σ. 256, Παπαντωνίου ΕρμΑΚ, Εισαγ. άρθρων 1813-1824, αριθ. 9, όπου και ειδικότερη βιβλιογραφία.)

 

viii Δικηγορικός Σύλλογος Ηρακλείου, Η μεγάλη Δωδεκάδελτος Επιγραφή της Γόρτυνος, ειαγ. Στ. Ι. Φιοράκη, μετ.- σχόλ. Ελένης Εμμ. Περάκη, έκδ. Δ.Σ.Η., 1973.

ix Νικ. Σ. Παπαντωνίου, ό.π., σ. 199, 241 επ., 295, 329-331, όπου και υποσημειούμενες αναφορές στο χειρόγραφο περγαμηνής της Δούρας, πόλης του κράτους των Σελευκιδών, από τον 1ο π.Χ. αιώνα.

x όπως π.χ. τη διάταξη περί «νόμιμης μοίρας», που υποχρεώνει τον διαθέτη να εγκαταστήσει τους πλησιέστερους συγγενείς ως αναγκαίους κληρονόμους του, και να έχουν αυτοί δικαίωμα νόμιμης μοίρας ακόμη και αν η βούλησή του είναι διαφορετική, ή του συζύγου ως «μεριδούχου», την απαγόρευση «διαδοχικής καταπίστευσης», καθώς και έμμεσα, με την κατά κατηγορίες φορολόγηση κληρονομιών. Απόστολος Γεωργιάδης, Αστικός Κώδιξ, Απ. Γεωργιάδη–Μιχ. Σταθόπουλου, τ. IX, υπό άρθρο 1712 Α.Κ., σελ. 58 επ.

 

xi Μίλτων Ανάστος, «Δίκαιο» στο: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους τ. Β΄ «Βυζαντινός Ελληνισμός Μεσοβυζαντινοί και Υστεροβυζαντινοί χρόνοι», Εκδοτική Αθηνών.

xii Τον θεολογικό όρο οφείλω στην υπόδειξη του σεβασμιότατου Μητροπολίτη Γορτύνης & Αρκαδίας κ. Μακάριου (Δουλουφάκη).

xiii Πολύμνια Αθανασιάδη-Fowden, «Η νομοθεσία του Κωνσταντίνου», στο: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. «Βυζαντινός Ελληνισμός Πρωτοβυζαντινοί χρόνοι», Εκδοτική Αθηνών.Σπύρου Ν. Τρωϊάνου Οι πηγές του Βυζαντινού Δικαίου, εκδ. Σάκκουλα, 1986, σ. 12-14.

 

xiv όπως το γνωρίζουμε από τη β΄ έκδοσή του, το 534, διότι η πρώτη, του έτους 529, δεν διασώθηκε. Από το CorpusJurisCivilis, οι Πανδέκτες(533) περιέχουν αποσπάσματα Ρωμαίων νομοδιδασκάλων προ της επίσημης αναγνώρισης του Χριστιανισμού και δεν αναφέρονται σε εκκλησιαστικά ζητήματα, οι δε Εισηγήσεις (533) έχουν περίπου το ίδιο περιεχόμενο από απόψεως Εκκλησιαστικού Δικαίου. Οι Νεαρές αποτελούν αμιγώς Ιουστινιάνεια νομοθεσία, εκδοθείσα στα ελληνικά, και περιέχουν έναν οιονεί Κώδικα Εκκλησιαστικού Δικαίου (διατάξεις υπ’ αριθμ. 5, 6, 22, 117, 120, 131, 133, 134, 137, και ιδία η υπ’ αρ. 123, η οποία διαιρείται σε 44 κεφάλαια), ρύθμισαν το άβατο των μοναστηριών, τις περιουσιακές σχέσεις των μοναχών και τον τρόπο διανομής της περιουσίας τους μεταξύ των τυχόν κατιόντων τους και της μονής, την 3ετή δοκιμασία πριν την κουρά, τα μοναστηριακά, καταστατικά «τυπικά» ιδίως με μορφή «κτητορικών τυπικών», κατά τα οποία μάλιστα, εμφανίστηκαν οι όροι «δεύτερος», «δευτερεύων» (: αναπληρωτής ηγουμένου), «οικονόμος», «αποκρισάριος» (: αντιπρόσωπος στην Πολιτεία και Εκκλησιαστικές Αρχές) κ.λπ. Σπύρος Τρωϊάνος, «Εκκλησιαστικοί Θεσμοί», στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Β΄ «Βυζαντινός Ελληνισμός Πρωτοβυζαντινοί χρόνοι», Εκδοτική Αθηνών, σ. 37.

Σπύρος Ν. Τρωϊάνος, Οι πηγές του Βυζαντινού Δικαίου, εκδ. Σάκκουλα, 1986, σ. 41-46, 83-92, 139-152.

Σ. Ν. Τρωϊάνος, Οι Νεαρές Λέοντος Ϛ´ του Σοφού. εκδόσεις Ηρόδοτος, 2007, για το οποίο βλ. και σχετ. Βιβλιοκρισία Θεοδώρας Αντωνοπούλου, δημοσιευμένη στο:

< http://ejournals.epublishing.ekt.gr/index.php/bz/article/viewFile/3879/3675.pdf >.

 

 

xv Κωνσταντίνου Αναστ. Βαβούσκου Εγχειρίδιον Εκκλησιαστικού Δικαίου, γ΄ έκδ. Σάκκουλα, Θεσ/νίκη 1977, σ.234 επ.

xviειδικότερα δε, κατά τα Χριστούγεννα 888, εκ των οποίων τα βιβλία Α΄, Γ΄, Δ΄, και Ε΄ περιελάμβαναν εκκλησιαστικές διατάξεις. Βλ. και Σπ. Τρωϊάνος, Τα Βασιλικά των Μακεδόνων (σύνδεσμος) και ΛΟΥΓΓΗΣ ‐ KISLINGER, Βυζάντιο, «Πηγαί Βυζαντινού Δικαίου», σ. 464 επ. (σύνδεσμος).

xvii Κωνσταντίνου Βαβούσκου, ό.π., σ. 314 επ.

xviii Νικόλαος Σ. Παπαντωνίου, ό.π., σ. 197-201, 241: Οι σχετικές διατάξεις εφαρμόστηκαν από την Εκκλησία κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας βάσει των προνομίων που παραχώρησε ο σ’ αυτήν ο Μωάμεθ Β΄ δια του πρώτου Οικουμενικού Πατριάρχου Γενναδίου Σχολαρίου και τα οποία εδραιώθηκαν μεταγενέστερα με τα διατάγματα Χάτι-Σερίφ/1839 και Χάτι-Χουμαγιούν/1856, έως την defacto (1833) και νομοκανονικώς (1852) ίδρυση της Αρχιεπισκοπής της Ελλάδος, αργότερα Αυτοκέφαλο Εκκλησία της Ελλάδος (επί Οικουμενικού Πατριάρχου Βασιλείου, μετά την Πατριαρχική Συνοδική Πράξι Περί της Διοικήσεως των Ιερών Μητροπόλεων των Νέων Χωρών, που κυρώθηκε με το Ν. 3615/1928 Περί της εκκλησιαστικής διοικήσεως των εν ταις Νέαις Χώραις της Ελλάδος Μητροπόλεων του Οικουμενικού Πατριαρχείου, κατά το άρθρο 4 του οποίου, ως γνωστόν, δεν έχει εφαρμογή δια το εν Κρήτη εκκλησιαστικό καθεστώς, όπως άλλωστε το Ν.Δ. 126/1969 περί Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος, αλλά και τα Συντάγματα που ακολούθησαν, ενώ, συγχρόνως, με συνταγματικές διατάξεις και τη Σύμβασηυπ’ αριθμ. 6.133/4.8-14.10.1900, μεταξύ Μητροπολίτου Κρήτης Ευμενίου Ξηρουδάκη ως εκπροσώπου του Οικουμενικού Πατριαρχείου και του Ελευθερίου Βενιζέλου-Συμβούλου (Υπουργού) Δικαιοσύνης της Αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας, αργότερα δε, με το Ν. 4149/16-3-1961 Περί Καταστατικού Νόμου της εν Κρήτη Ορθοδόξου Εκκλησίας, ρυθμίστηκε η διοίκηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κρήτης, ως ημιαυτονόμου, έχουσας την κανονικήν εξάρτησιν αυτής εκ του Οικουμενικού Πατριαρχείου.Ρυθμίστηκαν επίσηςτα θέματα της μοναστηριακής περιουσίας (άρθρ. 78-111 )και τα κληρονομικά δικαιώματα των μοναχών (κεφ. ΙΣΤ΄, άρθρ. 123-126), εξακολουθώντας να ισχύουν και σήμερα, κατ’ άρθρ. 99 Εισαγ. Ν. Αστικού Κώδικα, και σύμφωνα με τα οποία, κατηγορίες κληρικών στερούνται το δικαίωμα να διαθέτουν την περιουσία τους. Κατά βασική αρχή που ισχύει, οι μοναχοί που δεν έχουν αποχωρήσει από τη Μονή με “κανονικό” απολυτήριο, δεν έχουν δικαίωμα να διαθέσουν την περιουσία τους, η οποία ανήκει από την κουρά τους, με κληρονομικό δικαίωμα, στη Μονή “εγκαταβιώσεως”, δικαιούμενοι μόνο την επικαρπία της αν έχει αποκτηθεί με εργασία, διαφορετικά, αν έχει αποκτηθεί με άλλον τρόπο, δικαιούνται να διαθέσουν τα 2/3, το δε 1/3 προσκυρούται στη Μονή, εξαιρουμένης της νόμιμης μοίρας τυχόν μεριδούχων. Ενώ, εάν προϋπάρχει διαθήκη, είναι έγκυρη αν γνωρίσουν την ύπαρξή της στη Μονή κατά την ημέρα της αποκάρσεως. Την κληρονομική διαδοχή των μοναχών του Αγίου Όρους ρυθμίζει ο Καταστατικός Χάρτης του Αγίου Όρους.

Ο Αστικός Κώδικας, ρυθμίζει σήμερα (τέταρτο μέρος, αρθρ. 1719 επ.) τις προϋποθέσεις νομιμότητας και τους τρεις αυστηρά τακτικούς τύπους της διαθήκης: α) την ιδιόγραφη, β) τη δημόσια (που αποτελεί τίτλο εκτελεστό, δηλώνεται προφορικά, συντάσσεται από συμβολαιογράφο, τον διαθέτη και τρεις μάρτυρες), και γ) την ενδιάμεσου τύπου, μυστική, (που υπογράφεται από τον διαθέτη δυνάμενη να συγγραφεί και από άλλο πρόσωπο ή με μηχανικό μέσο και εγχειρίζεται σε ασφαλώς σφραγισμένο φάκελο με τη δήλωση ότι περιέχει τη διάταξη τελευταίας βούλησης προς τον συμβολαιογράφο, ο οποίος τον επισημειώνει, υπογράφει με τρεις μάρτυρες, κατόπιν δε, συντάσσει Πράξη κατάθεσης μυστικής διαθήκης), καθώς και τύπους έκτακτων διαθηκών σε πλοίο, εκστρατεία ή αποκλεισμό, με συγκεκριμένες προϋποθέσεις (άρθρ. 1749-1762 ΑΚ).

Προφορική διαθήκη, που δεν προβλέπεται σήμερα στο ελληνικό δίκαιο, αναγνώριζε, ως έκτακτη, το ψήφισμα Κυβερνήτη1830,όταν πέση τις έξαφνα εις αρρωστίαν θανατηφόρον. Βλ. όμως και σήμερα, το άρθρ. 10 της από 5-10-1961 Σύμβασης της Χάγης, που κυρώθηκε με Ν. 1325/1983, σύμφωνα με το άρθρ. 28 του Συντάγματος.

Βλ. και ΤΑΛΩΣ Περιοδική έκδοση Ινστιτούτου Κρητικού Δικαίου, τ. ΙΘ΄/2011, επιμ. Στρ. Παπαμανουσάκης, Χανιά, σ. 330 επ.

xix Μοναχός Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης (Ιωάννης Στ. Τσιπούρας), Τα αυτοδέσποτα και ελεύθερα μοναστήρια σύμφωνα με τα βυζαντινά μοναστηριακά τυπικά, Θεσσαλονίκη 2013, μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία, δημοσιευμένη στο: <http://ikee.lib.auth.gr/record/134328/files/GRI-2014-12353.pdf >.

xx Μοναχός Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης, ό.π., σ. 32 επ.: «ὁ θεσμὸς αὐτὸς ἀποκρυσταλλώνεται σταδιακὰ ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 10ου αἰ., καὶ ὕστερα ἀπὸ τὶς καταχρήσεις ποὺ παρατηρήθηκαν ἀπὸ τὴν χαριστική. Ὁ θεσμὸς τῶν αὐτοδέσποτων μοναστηρίων ὅμως δὲν συνεπάγεται ὅτι καταργοῦνταν οἱ κανονικὲς σχέσεις μεταξὺ μοναστηρίων καὶ ἐπισήμου Ἐκκλησίας. Ὅταν παρατηροῦνταν παρεκκλίσεις ἤθους καὶ δόγματος, ἡ Ἐκκλησία παρενέβαινε. Οἱ διατάξεις περὶ αὐτοδεσπότου μᾶς ἐπιτρέπουν νὰ προσδιορίσουμε τὰ πολλαπλᾶ ἐπίπεδα ἐλευθερίας μιᾶς μονῆς καὶ συνεπῶς νὰ διευκρινήσουμε, ὅσο εἶναι δυνατό, τὴν ἔννοια τῆς ἐλευθερίας. Στὶς περισσότερες περιπτώσεις ἡ σύσταση μιᾶς μονῆς ξεκινοῦσε εἴτε μὲ τὴν κατάληψη μιᾶς ἐρήμου ἐκτάσεως καὶ τὶς ἐργασίες ἀνοικοδόμησης εἴτε μὲ τὴν κτήση δι᾽ ἀγοραπωλησίας, διὰ δωρεᾶς ἢ διαθήκης. Ἀρχικὰ ἐλευθερία σήμαινε ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὶς ἔξωθεν παρεμβάσεις καὶ πρῶτο ἐπίπεδο ἐλευθερίας εἶναι ἡ ἀνεξαρτησία τοῦ ἰδιοκτήτου ἀπὸ τὶς πολιτειακὲς καὶ ἐκκλησιαστικὲς ἀρχές, ἡ αὐτοδιαχείριση τοῦ ἱδρύματος. Κατ᾽ αὐτὴν τὴν ἔννοια θὰ μπορούσαμε νὰ ἰσχυρισθοῦμε ὅτι ὁποιαδήποτε μορφὴ δωρεᾶς πρὸς ἕνα πρόσωπο (ἀκόμα καὶ ἡ χαριστική!), ἡ ὁποία ἀνεξαρτητοποιοῦσε τὸ μοναστήρι ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ καὶ πολιτειακὴ ἐποπτεία, χάριζε τὴν ἐλευθερία τῆς μονῆς. Τὸ μοναστήρι ἀναγνωρίζεται ὡς κάτι αὐθύπαρκτο μετὰ τὸν θάνατο τοῦ κτήτορος. Ἡ μονὴ διεξάγεται πλέον «αὐτὴ καθ᾽ ἑαυτή», ὅλα τὰ ὄργανα διοικήσεως ἐκλέγονται μὲ ἐσωτερικὲς διαδικασίες καὶ ἀπαγορεύεται νὰ παραχωρηθεῖ καθ᾽ οἱονδήποτε τρόπο. Ἐδῶ ἔχουμε τὸ δεύτερο ἐπίπεδο ἐλευθερίας: αὐτοδιοίκηση δηλαδὴ στὴν ἐσωτερικὴ λειτουργία τῆς μονῆς καὶ διατήρηση τοῦ ἰδιοκτησιακοῦ καθεστῶτος της. Ἡ μονὴ ἀνήκει στοὺς μοναχούς της. Ὕψιστο κριτήριο γιὰ τὴν ὀρθότητα τοῦ μοναχικοῦ βίου ἀποτελεῖ ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ σύνολη ἡ πατερικὴ καὶ κανονικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως πολὺ ὄμορφα τὸ διατυπώνει στὰ ἔργα του ὁ Νίκων ὁ Μαυρορείτης. Παράδειγμα ὁλικῆς θεμελίωσης στὴν Ἁγία Γραφὴ τοῦ συνόλου τοῦ μοναχικοῦ βίου εἶναι οἱ Ὅροι κατὰ πλάτος καὶ κατ᾽ ἐπιτομὴν τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, οἱ ὁποῖοι θεμελιώνουν τὴν μοναχικὴ ζωὴ μὲ ἁγιογραφικὲς παραπομπές».

xxiΝικόλαος Οικονομίδης, «Πολιτεία–Οικονομία–Κοινωνία Το νέο κράτος της μέσης Βυζαντινής περιόδου», στο: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, τ. «Βυζαντινός Ελληνισμός–Μεσοβυζαντινοί χρόνοι».Μοναχός Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης, ό.π., σ. 32 επ.: «Ὁ θεσμὸς τῆς χαριστικῆς προέκυѱε ἀπὸ τὴν ἀνάγκη συντηρήσεως πτωχῶν καὶ ἐγκαταλελειμμένων μοναστηρίων, τὰ ὁποῖα εἶχαν περιέλθει σὲ δεινὴ θέση μετὰ τὸν θάνατο τῶν κτητόρων τους καὶ τὶς καταστροφὲς κατὰ τὴν εἰκονομαχικὴ περίοδο. Ἡ μέριμνα ἐκ μέρους τῆς Ἐκκλησίας (ἢ τῆς Πολιτείας) γιὰ τὴν διαφύλαξη τοῦ ἱεροῦ χαρακτήρα καὶ σκοποῦ τῶν ἅπαξ καθιερωθέντων κτήσεων ὁδήγησε στὴν ἀναζήτηση μιᾶς διαδικασίας ποὺ θὰ προστάτευε τὰ μοναστήρια καὶ δὲν θὰ προσέκρουε στὴν ἐκκλησιαστικὴ νομοθεσία περὶ τοῦ ἀναπαλλοτριώτου τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας. Ἔτσι, προκρίθηκε ἡ λύση τῆς χαριστικῆς δωρεᾶς τῶν μονῶν σὲ εὐκατάστατους χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι θὰ ἀνελάμβαναν τὴν διαχείριση τῆς περιουσίας τους πρὸς ὄφελος τῶν μοναστηρίων…».

xxii Βλ. Μοναχός Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης, ό.π., όπου και: «Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ξένος, ἔχοντας ἐξασφαλίσει τὴν ἀνεξαρτησία τῶν ἐκκλησιῶν καὶ τῶν μονῶν του ἀπὸ τὶς τοπικὲς ἀρχές, μόνο σκοπὸ τῆς Διαθήκης του (1031) ἔθεσε νὰ ὑπαγάγει ὅλα τὰ μοναστήρια καὶ τὶς ἐκκλησίες ποὺ ἀνήγειρε, μαζὶ μὲ τὰ ὑποστατικά τους, στὴν Παναγία τῆς Κυρίας Θεοτόκου τῶν Μυριοκεφάλων στὴν Κρήτη καὶ νὰ διασφαλίσει ὅτι οὐδεὶς «τῶν ἐπιγείων ἀνθρώπων» θὰ ἐπιχειρήσει νὰ τὰ ἀπαλλοτριώσει. Ο Ἅγιος Ἰωάννης εἶχε λάβει ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ρωμανὸ Γ΄ Λεκαπηνὸ (1028-1034) χρυσόβουλλο ποὺ τοῦ ἐξασφάλιζε μία ἐτήσια χορηγία καὶ ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἀλέξιο Στουδίτη (1025-1043) πατριαρχικὸ σταυροπήγιο μὲ τὸ ὁποῖο τὰ μοναστήρια του ἀναγνωρίζονταν ὡς αὐτοδέσποτα (βλ. καὶ Thomas - Const., BMFD, τ. 1, σσ. 143-44)». Σπύρος Ν. Τρωϊάνος Οι πηγές του Βυζαντινού Δικαίου, ό.π. σ. 141, όπου και παραπ. στο: Σπ. Τρωϊάνου Περί τα οικονομικά του κλήρου της Μ. Εκκλησίας κατά τον Ι΄ αιώνα. Ανέκδοτον «υπόμνημα» του πατριάρχου Αντωνίου Γ΄, «Δίπτυχα» 1 (1979) 37-52. Πρβ. και δεύτερη έκδοση από την Α. Σταυρίδου Ζαφρακα στα «Βυζαντινά» 10 (1980) 179-191.

xxiiiΚ. Βαβούσκος, ό.π., σ. 131, 315. «Αι τυχόν υπάρχουσαι Σταυροπηγιακαί Μοναί δεν αποτελούν ίδιον σύστημα, αλλά ανήκουν εις το Οικουμενικόν Πατριαρχείον και καλούνται ούτω, διότι, κατά την θεμελίωσιν αυτών, ο Πατριάρχης αποστέλλει σταυρόν, ο οποίος εμπήγνυται εις τα θεμέλια, μηνονευομένου εν αυταίς του ονόματος του Οικ. Πατριάρχου… Η διάλυσις διενεργείται πάντοτε μετά προηγουμένη συννενόησιν προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Τα κανονικά δικαιώματα του Οικουμενικού Πατριαρχείου επί των εν Ελλάδι Ιερών Πατριαρχικών και Σταυροπηγιακών Μονών, διατηρούνται απαραμείωτα. Η διάλυσις διενεργείται πάντοτε μετά προηγουμένη συννενόησιν προς το Οικουμενικο Πατριαρχείο». Βλ. και Μοναχός Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης, ό.π.,σ. 32 επ.: «Οἱ ὅροι ἀδώρητον καὶ ἐλεύθερον καταδεικνύουν μιὰ εἰδοποιὸ νοηματικὴ διαφορά: τὸ ἀδώρητον, τὸ ὁποῖο καθορίζει ὅτι ἡ μονὴ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀντικείμενο μιᾶς ἐκχώρησης (δωρεᾶς), εἶναι ἕνα ἐπακόλουθο τοῦ αὐτεξουσίου. καὶ τὸ ἐλεύθερο εἶναι μὲ τὴ σειρά του ἕνα ἐπακόλουθο τοῦ ἀδώρητου. Μὲ ἄλλα λόγια τὸ αὐτοδέσποτον ἐγγυᾶται τὸ ἀδώρητον, ἐνῶ τὸ ἀδώρητον ἐγγυᾶται τὴν διαρκῆ ἐλευθερία τῆς μονῆς. Κατὰ συνέπεια, ἀπαιτεῖται ἀκολούθως μία νέα πράξη τοῦ προσωρινοῦ ἰδιοκτήτου, ὡς τελευταῖο βῆμα γιὰ νὰ καταστεῖ ἡ μονὴ πραγματικὰ ἐλεύθερη. Αὐτὴ συνήθως εἶναι ἡ σύνταξη Τυπικοῦ ἢ Διατάξεως τελευταίας βουλήσεως.» 

xxiv Βλ. Μοναχός Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης, ό.π. όπου: «Ὁ Dieter Simon, ἀναλύοντας τὸ δίκαιο τοῦ 11ου αἰ., τῆς περιόδου δηλαδὴ ποὺ ἀποτελεῖ τὸ βασικὸ πεδίο ζυμώσεων τῶν κειμένων ποὺ μελετήσαμε, δίνει μία ἄλλη διάσταση στὴν ἀπόδοση τῆς δικαιοσύνης, στὸ γράμμα καὶ στὸ πνεῦμα τοῦ νόμου, ποὺ εἶναι πολὺ χρήσιμη στὴν κατανόηση τῆς νομικῆς σκέψης τοῦ Βυζαντίου: «Μιὰ πρώτη προσέγγιση ἐπιτρέπει τὴν διαπίστωση πὼς τὸ βυζαντινὸ δίκαιο τοῦ ἐνδεκάτου αἰώνα εἶναι ἕνα δίκαιο ἀπόλυτα περιπτωσιολογικό.» Πιὸ δύσκολο νὰ ἀπαντηθεῖ εἶναι τὸ ἐρώτημα, ποιὰ ἀπὸ τὰ εὔσημα, ποὺ οἱ ἱστορικοὶ τοῦ δικαίου ἔχουν στὸ μεταξὺ πάρει ἀπὸ τὴν παράδοση τοῦ κλάδου τους, θὰ πρέπει λογικὰ νὰ ἀπονεμηθοῦν σὲ ἕνα δίκαιο ἀπόλυτα περιπτωσιολογικό.» Ἐκεῖνος ποὺ θὰ ἐξετάσει τὶς πηγὲς μὲ προδεδομένο ἕνα μοντέλο δικαίου, ποὺ ἀπονέμει στὸ νομικὸ μιὰ "γνωστικὴ" συμπεριφορὰ ἤ, ὅπως συνηθίζεται νὰ λέγεται, "τὴν ἀποστολὴ τῆς εὑρέσεως τοῦ δικαίου", δὲ θὰ μπορέσει νὰ δεῖ τίποτε ἄλλο, παρὰ πλήρη σύγχυση»... Ὑπὸ τὸ πνεῦμα αὐτό, εἶναι δυνατὸν νὰ κατανοηθεῖ γιατὶ στὸ Βυζάντιο δὲν παρατηροῦνται καταργητικὲς διατάξεις, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἰσχύουν συγχρόνως ἀντικρουόμενες διατυπώσεις ἢ γιατὶ διατάξεις ποὺ τυπικῶς εἶχαν πάψει νὰ ἰσχύουν, ξανάρχονταν ἐνίοτε στὴν ἐπιφάνεια ὅταν τὸ ἔκρινε ἀπαραίτητο ὁ δικαστής. Ἡ σχέση μὲ τὸν νόμο ἦταν μάλλον χαλαρή, ὄχι ὅμως ἀνύπαρκτη. Τὰ νομικὰ κείμενα ἦταν περισσότερο συλλογὲς "τόπων" ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἀντλοῦνταν ἐπιχειρήματα … Ὁ δὲ κατὰ χώραν ἀρχιερεὺς ἔξει ἐπ᾽ αὐτῇ μόνα τὰ ρηθέντα ἐπισκοπικὰ δίκαια….»… «Στὴν προσπάθεια αὐτὴ δὲν αἴρεται σὲ καμμία περίπτωση ἡ ἐκκλησιαστικότητα τῶν ἱδρυμάτων καὶ ἡ ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση τῶν ἱδρυτῶν τους. Οἱ κτήτορες, κατὰ μείζονα λόγο, δὲν θεωροῦσαν ὅτι ἀντέπιπταν στὶς κανονικὲς διατάξεις τῆς Ἐκκλησίας, ἀκόμα καὶ ἂν τηροῦσαν ἐν μέρει τὰ ἐπισκοπικὰ δίκαια. Γι᾽ αὐτὸ παρατηρεῖται τὸ ὀξύμωρο, γιὰ τὴν ἐποχή μας, σχῆμα ἀκόμα καὶ ἐπίσκοποι-κτήτορες νὰ ἀπαγορεύουν τὴν παρέμβαση στὶς μονές τους τῶν διαδόχων τους στὴν ἐπισκοπὴ ἢ γενικὰ τῶν τοπικῶν ἐπισκόπων. Τὸ ἁπλουστευμένο συμπέρασμα περὶ ἀντικανονικότητος τῶν σχετικῶν διατάξεων ποὺ διατύπωσαν ὁρισμένοι ἐκ τῶν ἐρευνητῶν ποὺ ἀσχολήθηκαν μὲ τὰ μοναστηριακὰ Τυπικὰ δὲν ἀνταποκρίνεται στὴν πραγματικότητα, δεδομένου ὅτι στὸ Βυζάντιο ὑπῆρχε, ὅπως εἴδαμε, μία πιὸ εὐρεῖα ἔννοια δικαίου καὶ ἀνάγνωσης τοῦ νόμου καὶ τῶν κανόνων. Οἱ κτήτορες θεωροῦσαν κύριο ἐκκλησιαστικὸ μέλημά τους τὴν ἀναφορὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ ἐπισκόπου στὶς ἀκολουθίες (ἡ ἀναφορὰ τοῦ τοπικοῦ ἐπισκόπου θὰ πρέπει νὰ θεωρηθεῖ δεδομένη, ὅπου δὲνὑπάρχει διάταξη περὶ τοῦ ἀντιθέτου), ὅπως καὶ σὲ πολλὲς περιπτώσεις τὴν σφραγῖδα τοῦ ἡγουμένου ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο. Ἡ ἀναφορὰ τοῦ ἐπισκόπου δήλωνε τὴν κοινωνία τῆς μονῆς μὲ τὸ ὑπόλοιπο Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ οἱ κτήτορες ἀπέδιδαν δευτερεύουσα σημασία στὰ ὑπόλοιπα δίκαια, τὰ ὁποῖα θεωροῦσαν ὅτι ἐνέπιπταν στὰ θέματα ἐσωτερικῆς αὐτοδιοικήσεως (ἔλεγχος διοικούντων καὶ ἀνάκριση τῶν ѱυχικῶν σφαλμάτων), ἀφοῦ ὑπῆρχαν οἱ ἀπαραίτητοι μηχανισμοὶ ἀσφαλείας ἐντὸς τῆς "τοπικῆς Ἐκκλησίας" τοῦ μοναστηρίου.… Οἱ διατάξεις περὶ αὐτοδεσπότου μάλιστα εἶχαν τὶς περισσότερες φορὲς ἐπικυρωθεῖ δι᾽ ἐπισήμων πράξεων τῆς ἐκκλησιαστικῆς καὶ πολιτειακῆς ἡγεσίας. Αὐτὸ ὅμως ἀποκαλύπτει ὅτι οὔτε ἡ Ἐκκλησία θεωροῦσε ἀντικανονικὲς τὶς διατάξεις αὐτές. Στὶς σχετικὲς διατάξεις θὰ πρέπει νὰ ἀναγνωρίσουμε τὴν ἰσχὺ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἐθίμου, δηλαδὴ «τῆς μακρᾶς ἐκκλησιαστικῆς ἀγράφου συνηθείας,τῆς ἀντὶ κανόνων κρατησάσης ἐξ ἀμνημονεύτων χρόνων»ἤ, κατὰ τὸν Πετρακάκο,τὴν δημιουργία ἰδιωτικοῦ κτητορικοῦ δικαίου, τὸ ὁποῖο κατ᾽ ἀναλογία πρὸς τὸ ἀστικὸ δίκαιο θὰ μποροῦσε νὰ χαρακτηρισθεῖ ἐξαιρετικὸ δίκαιο (ius singulare). Τὸ ὕѱιστο κριτήριο γιὰ τὴν Ἐκκλησία ἦταν ἡ διαφύλαξη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἤθους καὶ τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ἡ ἐλευθερία τῆς ἐσωτερικῆς αὐτοδιοικήσεως τῶν μονῶν ἑπομένως, ἐφόσον ἐξασφάλιζε αὐτὰ τὰ μείζονα ἀγαθά, ὄχι μόνο δὲν ἐνοχλοῦσε τὴν Ἐκκλησία, ἀλλ’ ἀντιθέτως, ἡ ἴδια ἐπεκύρωνε, ὅπως εἴδαμε, τὸ καθεστὼς τῶν ἐλεύθερων μοναστηρίων στὴν μέριμνά της γιὰ τὴν προστασία τοῦ μοναχισμοῦ, γιὰ λόγους ποὺ αὐτὴ ἔκρινε…»Βλ. και Κωνσταντίνος Αναστ. Βαβούσκος, Εγχειρίδιον Εκκλησιαστικού Δικαίου, ό.π., σ. 316 και 192-193, όπου κείμενο Απόφασης του Νομικού Συμβουλίου του Ελληνικού Κράτους υπ’ αριθμ. 160/1908, (υπογεγραμμένη εκ του Νομικού Συμβούλου Λ. Ροϊλού): «Στην Νεαρά 123 ιη΄ του Ιουστινιανού συναντούμε διάταξη κατά την οποία, εί τις εκτήριον οίκον κατασκευάσοι και βουληθείη εν αυτώ κληρικούς προβάλλεσθαι, ή αυτός, ή οι τούτου κληρονόμοι, εις τας δαπάνας αυταίς τοις κληρικοίς χροηγήσωσιν και αξίοις ονομάσωσιν τους ονομασθέντας χειροτονείσθαι. Μόνον δε αρνείται την προς χειροτονίαν υποχρέωσιν η Νεαρά, καθ’ ήν περίπτωσιν τους παρά των ιδιοκτητών των ναών εκλεχθέντας ως αναξίους κωλύσουσιν οι θείοι κανόνες χειροτονηθήναι. Ούτω κατά το αρχαιότερον δίκαιον η κυριότης του ναού και επί ιερωμένων παρείχε δικαιοδοσίαν εκλογής εις τον κύριον. Κύριος δε σήμερον επί ενοριακών ναών είναι αυτό τούτο το δημόσιον νομικόν πρόσωπον του ναού, αυτοτελές κατά την περιουσίαν από της του Δήμου (απόφ. Αρ. Πάγου 69 του 1848), αλλά τελούν υπό την κηδεμονίαν και τον έλεγχον της δημοτικής αρχής, αφ’ ού ο δημοτικός άρχων είναι ο κατά νόμον πρόεδρος του εκκλησιαστικού συμβουλίου, το δημοτικόν δε συμβούλιον διορίζει τα λοιπά αυτού μέλη πλην του εφημερίου, έλκοντος εκ του νόμου το δικαίωμα της συμμετοχής εις το εκκλησιαστικόν συμβούλιον. Τούτο δε το συμβούλιον ως νόμιμος εκπρόσωπος του ιδιοκτήτου, ήτοι του νομικού προσώπου του ναού και κατ’ αυτάς προσθέτως τας έκπαλαι διατάξεις υπό την ιδιότητα ταύτην του αντιπροσώπου του κυρίου του ναού, έχει το δικαίωμα της εκλογής των ψαλτών και των νεωκόρων, ήτοι του μη ιερωμένου προσωπικού του ναού, διότι το Νομικόν Συμβούλιον συναποδέχεται, προκειμένου περί των ιερωμένων, ότι η ανωτέρω μνησθείσα διάταξις της Νεαράς του Ιουστινιανού, μετά των Σ΄ Νόμον (ΑΙΑ΄) ουδεμίαν πλέον έχει ισχύν, αφ’ ού κατ’ αυτόν εις τον Επίσκοπον ανήκει η δοκιμασία και χειροτονία των ιερωμένων

Η σύγχρονή μας, πρόσφατη Νομολογία συνοψίζεται στη με αριθμ. 464/2011 Απόφαση του Πολ. Πρωτοδ. Πειραιά, η οποία περιγράφει παραστατικά την τελετή της κουράς και την ισχύουσα σήμερα στην Εκκλησία της Ελλάδος, σχετική νομοθεσία:«Μοναχός καθίσταται κάποιος δια της κουράς. Η κουρά αποτελεί κανονική τελετή και πράξη τελούμενη παρουσία του αναδόχου μοναχού, ο οποίος καλείται Γέρων, και συνοδευόμενη από σταυροειδή απόκαρση της κόμης του υποψηφίου…» κ.λπ. Βλ. και:

Βαβατσης Γεώργιος, Το περιουσιακό καθεστώς και η κληρονομική διαδοχή των μοναχών στην Ελληνική Επικράτεια, διπλωματική εργασία, 2012, δημοσιευμένη στο: <http://ikee.lib.auth.gr/record/134417/files/GRI-2014-12442.pdf>. Επίσης,

<http://efotopoulou.gr/apoktisi-tis-monachikis-idiotitas-me-tin-koura-ke-sinepies-avtis-stin-klironomiki-diadochi-ton-monachon/> και

 

xxv Μοναχός Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης, ό.π. και Κ. Βαβούσκος, ό.π., σ. 131, 315.

xxvi Για στοιχεία του βίου του Αγίου και ταυτοποίησης των ναών που ανήγειρε, βλ.: <http://www.imra.gr/picture/PDF/ioannis_xenos_bios.pdf> και

<http://img.pathfinder.gr/clubs/files/46665/86.html>.

xxvii Βλ., Κωνσταντίνος Φουρναράκης, Ο Κρητικός Άγιος Κύρ Ιωάννης ο Ξένος, Κίσαμος, 1996, ο οποίος βασίζεται στο εδάφιο του κειμένου της διαθήκης «ιδού τα κατ’ εμέ πάντα φανερώς γέγονα και διατίθημι…». Ας σημειωθεί ότι, επειδή ο Άγιος δεν ορίζει, ως διάδοχο, φυσικό πρόσωπο στην κληρονομία, ούτε διάδοχο στην ηγουμενία των μονών που ίδρυσε, θα ήταν εύκολο να θεωρηθεί ότι η διαθήκη προσομοιάζει με κωδίκελο, κάτι όμως, που δεν υφίσταται εν προκειμένω, καθ’ ότι υπάρχει νομιμότητα περιέλευσης της περιουσίας σε άλλες μονές με ρητές διατάξεις. (Για την έννοια του κωδίκελλου, βλ., Απόστολος Γεωργιάδης, ό.π., και Φιλοσοφία και Κοινωνικές Επιστήμες τ. Α΄, έκδ. Εκδοτική Αθηνών, 2015, τ. 9, σ. 90.) 

xxviiiΣωτηρία Γρ. Φουντουκοπούλου, Ιστορική εξέλιξη των μορφών διαθήκης από τις Ιουστινιάνειες ρυθμίσεις μέχρι τις Αρμενοπούλειες διατάξεις, Θεσσαλονίκη, 2011,διπλωματική εργασία, δημοσιευμένη στο <http://ikee.lib.auth.gr/record/126857/files/GRI-2011-6917.pdf>. Την περίοδο που εξετάζουμε, υπήρχαν λαϊκοί ταβουλάριοι που υπέγραφαν έγγραφα μοναστηριακά, καθώς επίσης και κληρικοί ταβουλάριοι.

xxix Νίκος Ψιλάκης, Μοναστήρια και ερημητήρια της Κρήτης, Ηράκλειο 1993, και εκδ. Καρμάνωρ.Δημήτρης Τσουγκαράκης «Μοναστήρια της Ανατολικής Κρήτης κατά τη Βενετική περίοδο» (σύνδεσμος).

Παιδεία και Πολιτισμός στην Κρήτη Βυζάντιο–Βενετοκρατία Μελέτες αφιερωμένες στον Θεοχάρη Δετοράκη, επιμ. Ι. Βάσσης, Στ. Κακλαμάνης, Μ. Λουκάκη, Πανεπιστ. Εκδ. Κρήτης 2008, σελ. 289 επ., όπου και συναφή θέματα από άλλους μελετητές, στις σελ. 29, 43, 99, 277, 289.

xxxΓεώργιος Δ. Μπαμπινιώτης, Η ελληνική γλώσσα ως όχημα διάδοσης της χριστιανικής διδασκαλίας. Ομιλία στην Ορθόδοξη Ακαδημίας Κρήτης, 10 Μαΐου 2008, δημοσιευμένη στο περιοδικό «Διάλογοι καταλλαγής», αρ. φύλλ. 89, Απρ.-Μάιος-Ιούν. 2008 και στο: <http://www.babiniotis.gr/wmt/webpages/index.php?lid=1&pid=7&catid=m&apprec=13>. Βλ. επίσης:

Κ.Ν. ΣΑΘΑ, «Ιστορία του Ζητήματος της Νεοελληνικής Γλώσσης», στο: Νεοελληνικής Φιλολογίας Παράρτημα, σ. 763 επ, στο:

< https://archive.org/stream/neoellnikphilol01sathgoog#page/n858/mode/2up >.

xxxiΣωτηρία Γρ. Φουντουκοπούλου, ό.π.: «Την περίοδο των μακεδόνων η γλώσσα απλοποιήθηκε αφού και οι νόμοι γράφονταν ήδη σε απλά ελληνικά για την κατανόησή τους και επικράτησε επίσης η μικρογράμματη γραφή, για τον επί πλέον λόγο κατάληψης μικρότερου χώρου στον πάπυρο, του οποίου η εισαγωγή είχε δυσκολέψει μετά την κατάκτηση της Αιγύπτου από τους άραβες. Τα αρχαία συγγράμματα μάλιστα, που δεν αντιγράφηκαν με αυτήν σπάνια διασώθηκαν.»

 

Το Δικηγορικό Γραφείο ZYGOS LAW κατόρθωσε να διεκπεραιώσει με απόλυτη επιτυχία υπόθεση ιδιαίτερου βαθμού δυσκολίας, αλλά και ιδιαίτερου νομικού ενδιαφέροντος, που αφορούσε σε θέματα διαδικτύου. Θερμά ευχαριστήρια στους βασικούς ιδρυτές για την άρτια, ταχύτατη και αποτελεσματική εξυπηρέτηση των αναγκών μας.

OnDesign
προηγούμενο επόμενο
σύνδεσμοι επικοινωνία